σωφρονικά

σωφρονικά
σωφρονικός
naturally temperate
neut nom/voc/acc pl
σωφρονικά̱ , σωφρονικός
naturally temperate
fem nom/voc/acc dual
σωφρονικά̱ , σωφρονικός
naturally temperate
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σωφρονικάς — σωφρονικά̱ς , σωφρονικός naturally temperate fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολίτευμα — το, ΝΜΑ [πολιτεύομαι] το πολιτειακό καθεστώς μιας χώρας το οποίο στηρίζεται στο Σύνταγμα (α. «δημοκρατικό πολίτευμα» β. «πολιτεύματα σωφρονικά», Δίον. Αλ.) νεοελλ. 1. ο τρόπος, η μορφή οργάνωσης τής πολιτικής εξουσίας σε μια πολιτεία, σε ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”